θεραπεύω

θεραπεύω
και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω)
1. περιποιούμαι ασθενή
2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ» — υπηρετώ τις Μούσες, επιδίδομαι με ζήλο στα γράμματα κ.λπ.
2. ικανοποιώ, ευχαριστώ, τέρπω («θεραπεύει τις ορέξεις του»)
3. (παθ. αόρ.) θαραπάηκα ή θαραπαύτηκα
ευχαριστήθηκα, ένιωσα ικανοποίηση
4. παροιμ. «ας θαραπαή η γουργούρα κι ας κοπή η ποδάρα» — ας χορτάσω καλά και ας συμβεί οτιδήποτε
νεοελλ.-μσν.
επανορθώνω, διορθώνω («το καλό θεραπεύθηκε»)
μσν.
1. ησυχάζω, γαληνεύω, καταπραΐνω
2. σώζω κάποιον
3. μέσ. θεραπεύομαι
παρηγοριέμαι
μσν.-αρχ.
1. σκέπτομαι, φροντίζω για κάτι («τὸ δὲ ξυμφέρον μᾶλλον θεραπεύοντες», Θουκ.)
2. κάνω κάποιον να αισθανθεί καλύτερα, ανακουφίζω («ὁ κοινός ἰατρός σε θεραπεύσει χρόνος»)
αρχ.
1. είμαι θεράπων
2. λατρεύω, τιμώ τους θεούς («ἀθανάτους θεραπεύειν», Ησίοδ.)
3. υπηρετώ, σέβομαι, τιμώ (α. «θεραπεύειν πατέρας τε καὶ μητέρας», Πλάτ.
β. «oἱ δούλοι τούς δεσπότας θεραπεύουσιν», Πλάτ.)
4. περιποιούμαι κάποιον ή κάτι
5. κολακεύω («oἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ δεδιότες ἐθεράπευον», Θουκ.)
6. συμβιβάζω («ἐκεῖνόν τε ἐθεράπευσε χρημάτων δόσει», Θουκ.)
7. καλλιεργώ
8. παρασκευάζω, ετοιμάζω τροφή ή φάρμακα
9. (με απρμφ.) προσέχω ώστε, φροντίζω ώστε («θεραπεύοντες τότε... μή θορυβεῖν», Θουκ.)
10. επισκευάζω, επιδιορθώνω
11. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τό θεραπεῡον
οι θεραπεύοντες, αυτοί που θεραπεύουν
12. φρ. α) «θεραπεύω τὰς θήκας» — σέβομαι τους τάφους
β) «θεραπεύω γυναῖκα» — περιποιούμαι γυναίκα
γ) «τὰς θύρας τινὸς θεραπεύω» — περιμένω στην πόρτα κάποιου ως θεράπων
δ) «θεραπεύω ἡμέρην» — τηρώ κάποια μέρα ως γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέραψ, -απος, παράλληλος τ. τού θεράπων*. Αρχική σημασία τού ρ. θεραπεύω είναι «υπηρετώ ως θεράπων, δηλ. ακόλουθος» (Ομ.), ενώ αργότερα έλαβε τη γενικότερη σημ. «υπηρετώ, ασχολούμαι επιμελώς με κάτι, φροντίζω». Η σημ. «παρέχω ιατρική φροντίδα» είναι υστερογενής και προήλθε από την καθημερινή γλώσσα για να εισέλθει στη γλώσσα τής ιατρικής εις βάρος τών αρχαίων τεχνικών όρων ιατρεύω και ιώμαι. Παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη παρατηρείται και στην λεξ. οικογένεια τού επιμελούμαι* (πρβλ. και γαλλ. soigner). Στη Νέα Ελληνική το ρ. θεραπεύω έχει επιζήσει μόνο με την τελευταία του σημασία.
ΠΑΡ. θεραπεία, θεραπευτής
αρχ.
θεράπευμα, θεραπευτήρ
αρχ.-μσν.
θεράπευσις. ΣΥΝθ. αποθεραπεύω
αρχ.
αναθεραπεύω, αντιθεραπεύω, εκθεραπεύω, επιθεραπεύω, προαποθεραπεύω, προθεραπεύω, συνθεραπεύω, τραυματοθεραπεύω, υπερεκθεραπεύω, υπερθεραπεύω, υποθεραπεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεραπεύω — to be an attendant pres subj act 1st sg θεραπεύω to be an attendant pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύω — θεραπεύω, θεράπευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θεραπεύω — θεράπευσα, θεραπεύτηκα, θεραπευμένος 1. γιατρεύω: Πάσχει από αρρώστια που δε θεραπεύεται. 2. διορθώνω: Η κατάσταση που δημιουργήθηκε δε θεραπεύεται με τίποτε. 3. καλλιεργώ κάτι, ασχολούμαι με κάτι: Θεραπεύω την επιστήμη. 4. ικανοποιώ: Θεραπεύω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεθεράπευσθε — θεραπεύω to be an attendant perf imperat mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant perf ind mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant perf imperat mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant perf ind mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant plup ind mp 2nd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύεσθε — θεραπεύω to be an attendant pres imperat mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant pres ind mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύετε — θεραπεύω to be an attendant pres imperat act 2nd pl θεραπεύω to be an attendant pres ind act 2nd pl θεραπεύω to be an attendant imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύσουσι — θεραπεύω to be an attendant aor subj act 3rd pl (epic) θεραπεύω to be an attendant fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θεραπεύω to be an attendant fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύσουσιν — θεραπεύω to be an attendant aor subj act 3rd pl (epic) θεραπεύω to be an attendant fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θεραπεύω to be an attendant fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύσω — θεραπεύω to be an attendant aor subj act 1st sg θεραπεύω to be an attendant fut ind act 1st sg θεραπεύω to be an attendant aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύῃ — θεραπεύω to be an attendant pres subj mp 2nd sg θεραπεύω to be an attendant pres ind mp 2nd sg θεραπεύω to be an attendant pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”